Κατέβαινε την Μεσογείων νευρικά. Είχε αργήσει στο ραντεβού του. Δεν ήθελε ποτέ ν' αργεί αλλά για κάποιον περίεργο λόγο σχεδόν πάντα αργούσε. Εντάξει, αυτό είναι προσωπικό ραντεβού...αλλά και πάλι...
Η Αλεξάνδρας του έκανε την χάρη και προχώραγε γρήγορα. Παράξενο για ώρα με ανοιχτά μαγαζιά. Ανοιχτά μαγαζιά...φάνταζε σαν ανέκδοτο πια. Τα "ενοικιάζεται" και "πωλείται" υπήρχαν στις θέσεις της ταμπέλας και της φίρμας. Είχαν αντικαταστήσει τα ονόματα τόσο, που νόμιζες ότι ήταν μια νέα αλυσίδα καταστημάτων.
Σε ποιο φανάρι θα στρίψει? Δεν ήθελε να το χάσει κι αυτή τη φορά. Δεν ήθελε να μπλέξει στα στενοσόκακα. Βρήκε το "σημάδι" του. Ευτυχώς. Την ημέρα είναι πιο εύκολο τελικά. Έβγαλε φλας κι έστριψε αριστερά. Τρεις θέσεις άδειες κάτω από το γραφείο. Πάρκαρε στην πλησιέστερη. Πέταξε το τσιγάρο στο δρόμο, πήρε τον φάκελο με τα χαρτιά και βγήκε.
Αναστέναξε. Ποτέ δεν πίστευε ότι θα 'φτανε σ' αυτό το σημείο. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Τα περιθώρια ήταν τόσο ισχνά, που σχεδόν δεν τα 'βλεπε πια. Ο "Γιάννης" του είχε πει να μην φοβάται. Θα τον τακτοποιούσε. "Μην ακούς βλακείες που λέει το σύστημα, αγορίνα μου.Δεν είμαι τράπεζα εγώ! Καρχαρίες και μαλακίες, γαμώ την (ΧΧΧ) τους, ακούς? Άνθρωποι είμαστε όλοι. Έχεις ανάγκη εσύ, έχω ανάγκη κι εγώ. Γιατί να μην τα βρούμε? Σάματις θα χαθούμε?", του είπε, με το χαμόγελο-χωρίστρα.Το φρύδι σηκώθηκε καθώς έλεγε τις τελευταίες λέξεις. Το χέρι με το χρυσό δαχτυλίδι-βουλοκέρι έφτιαξε τα μαλλιά κι αυτή ήταν η πρώτη ανθρώπινη κίνηση που έκανε.
Χτύπησε το κουδούνι. Σιωπή. Χτύπησε και μια δεύτερη και μια τρίτη. Ανακούφιση, άγχος, αγωνία. Το ξέχασε άραγε? Είχε άλλον "πελάτη"? Σχημάτισε νευρικά τον αριθμό του. "Έλα αγορίνα μου, είμαι στην κηδεία του Μητροπάνου ρεεε! Μεγάλη απώλεια σου λέω...Δεν αργώ αγορίνα μου. Άραξε αν θες, δεν θ' αργήσω, μπορείς?". Μπορούσε. Αυτό που δεν μπορούσε ήταν να κάνει αλλιώς. Στην γωνία ήταν ένα Πολίτικο ζαχαροπλαστείο. Χάζεψε λίγο την βιτρίνα. Τα γλυκά αραδιασμένα μπροστά του λαχταριστά. Ζυγιάστηκε λίγο..."Ένα φραπέ, παρακαλώ". Γύρισε το βλέμμα του στο ψυγείο πίσω του. Βουβαλίσιο γάλα! Είχε ακούσει τόσα καλά. Να έπαιρνε στο παιδί του, ίσως...Ίσως, μετά από το "απόψε"...
Έστριψε ένα τσιγάρο. Μ' αυτά που κάπνιζε τον τελευταίο καιρό δεν θα του φτάνανε τέσσερα πακέτα κανονικά τσιγάρα.Δεν είναι καιρός για άλλα έξοδα. Κοίταξε απέναντι. Μεταλλικά προφίλ ανακαινίσεων κάλυπταν την φασάντα.Μια πανύψηλη μαρμάρινη στήλη στήριζε το άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Ιδέα δεν είχε που ήταν. Πλησίασε τα έργα για να δει. "Ανάπλαση Πεδίου του Άρεως". Τόσα χρόνια στην Αθήνα, ποτέ δεν είχε μπει μέσα.
Μπήκε δειλά, διστακτικά. Παρθένο μέρος, ανεξερεύνητο. Άνθρωποι, κόσμος αρκετός, σκορπισμένος γύρω του. Ξαφνιάστηκε...στάθηκε...Το σκηνικό φάνταζε παράταιρο στα μάτια του. Πολλά, ψηλά δέντρα. Πλατεία με δρόμους, δρομάκια και μονοπάτια. Άνθρωποι που έτρεχαν, που περπατούσαν, που έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους. Ζευγαράκια που αγκαλιάζονταν, που φιλιόντουσαν, που περπάταγαν χέρι-χέρι γελώντας. Καυκάσιοι διαφόρων αποχρώσεων και λίγοι Αφρικάνοι.
Άρχισε να περπατάει δειλά προς τον μεγάλο δρόμο. Μια απροσδιόριστη ανάγκη γεννήθηκε μέσα του - ή μήπως υπήρχε από πριν? Δεν το σκέφτηκε. Δεν τον ένοιαζε. Ήθελε να εξερευνήσει, να ψάξει, να δει αυτόν τον "παράταιρο", παράλληλο κόσμο στον οποίον μπήκε. Προχώραγε αργά. Τζούρα τσιγάρο, τζούρα καφέ. Γύρναγε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά. Κάποιος που έτρεχε, βγήκε από το μονοπάτι δεξιά του. Κάποιος σηκώθηκε από το παγκάκι πίσω από την συστάδα των θάμνων αριστερά του. Άνθρωποι πέρναγαν δίπλα του, αντίθετα και παράλληλα μ' αυτόν. Σήκωσε το βλέμμα. Τα κλαδιά των δέντρων κινούνταν κι αυτά στον ρυθμό των ανθρώπων δίπλα του.
Η ματιά του είχε καθαρίσει. Ο εγκέφαλός του κατέγραφε πυρετωδώς νέες εικόνες, νέους θορύβους, νέες μυρωδιές. Αυτό ήταν, λοιπόν. Αυτό ήταν το καινό, το ξεχωριστό, το ξένο. Μυρωδιά...Ανάσα...ίσως και Γεύση. Ακόμα κι ο καπνός από το τσιγάρο του είχε κάτι το νέο τώρα. Τέντωσε τους ώμους. Ψήλωσε λίγο. Σήκωσε το κεφάλι, πήρε βαθειά ανάσα και...
...και την είδε...Μακρυά αρκετά από αυτόν, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καλά αλλά...τα μαλλιά, η σιλουέτα, το περπάτημα...Άρχισε να επιταχύνει το βήμα του. Όχι για να τρέξει αλλά να την προλάβει. Να την δει, να την ρωτήσει τι κάνει εκεί τέτοια ώρα. Ο δρόμος έκανε μεγάλη στροφή στο σημείο εκείνο. Την έχανε. Προχώρησε πιο γρήγορα και τότε το κατάλαβε...δεν ήταν εκείνη...Η κοπέλα που έβλεπε άρχισε να τρέχει. Όχι, σίγουρα δεν ήταν αυτή...δεν είναι του τρεξίματος...
Σταμάτησε να περπατάει γρήγορα και ξανάπιασε τον αρχικό του ρυθμό. Ο δρόμος περνούσε μπροστά από μια εκκλησία. Έκανε τον σταυρό του όπως έκανε πάντα. Έτσι τον είχανε μάθει κι είχε ενοχές όποτε δεν το έκανε...όμως σήμερα το χρειαζόταν, το είχε ανάγκη. Οι άνθρωποι γύρω του ξανακέρδισαν την προσοχή του. Ήταν ως επί τω πλείστον μετανάστες...Οικονομικοί, παράνομοι, πρόσφυγες...Αισθανόταν αμήχανα δίπλα τους, κοντά τους...δεν ήξερε γιατί. Πολυμελής οικογένειες με τα παιδιά τους παίζανε στην παιδική χαρά. Άλλοι σπρώχνανε τα παιδικά καροτσάκια και τα παιδιά περπάταγαν δίπλα τους. Οι γυναίκες με τις πολύχρωμες μαντίλες τους και οι άντρες με τα καθημερινά τους. Στην μεγάλη πλατεία τελείωσε το τσιγάρο του. Στην μεγάλη πλατεία τελείωσε και το βλέμμα του...
Δεκάδες νέων ανθρώπων ήταν χωρισμένοι σε ομάδες κι έπαιζαν βόλεϋ και ποδόσφαιρο. Άλλοι έκαναν πατίνια, κάποιοι ποδήλατο και κάποιο απλά κάθονταν στο χορτάρι. Και τότε τον χτύπησε...κατάλαβε...Οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούσαν να ζήσουν...να ζήσουν αυτοί και οι δικοί τους με όλη τους την αξιοπρέπεια. Και να ζήσουν σαν άνθρωποι κάτω από αυτές τις δύσκολες και απάνθρωπες, για τους ίδιους, συνθήκες. Ήταν οι ίδιοι που διασκέδαζαν στο φως της μέρας, οι ίδιοι που σαν πέσει το σκοτάδι θα πάνε 4-4, 6-6, όσοι και στις ομάδες τους, να κοιμηθούν σ' ένα δωμάτιο 3x3...
Ντράπηκε...κι οργίστηκε μαζί... Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πραγματικά προβλήματα, προβλήματα όχι μόνο διαβίωσης αλλά και επιβίωσης. Κι όμως!...ήταν εκεί, ζωντανοί, διεκδικώντας το κομμάτι ευτυχισμένων στιγμών που τους αναλογούσε... Πέρασε ανάμεσά τους. Μια μυρωδιά πλημμύρισε την μύτη του, πυκνή σαν γεύση. Έκατσε στο παγκάκι κι έστριψε άλλο ένα τσιγάρο. Τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά και θυμήθηκε...Θυμήθηκε το σώμα του πως είναι να είσαι γαλήνιος, ήρεμος, χαλαρός...Πόσο καιρό είχε να νοιώσει αυτό το καθαρό συναίσθημα, την αίσθηση αυτή της απλότητας στην ζωή του!
Κάθησε εκεί στο παγκάκι ρουφώντας εικόνες και μυρωδιές, μαζί με το τσιγάρο του. Τζούρα καφέ, τζούρα τσιγάρο. Πιο νόστιμο καφέ δεν είχε πιει στην ζωή του κι ας έκανε 1€. Ένοιωσε ευγνωμοσύνη γι' αυτούς τους ανθρώπους...γι' αυτό που του πρόσφεραν απλόχερα χωρίς να το ξέρουν, χωρίς να ζητήσουν κάτι σε αντάλλαγμα...Είδε την οικογένεια που σηκώθηκε από το γρασίδι με 4 σακούλες σούπερ-μάρκετ ρούχα (που μπορεί να ήταν και τα μόνα υπάρχοντά τους) να μαζεύει τα σκουπίδια της και να τα πετάει στον κάλαθο των σκουπιδιών, σεβόμενοι το περιβάλλον που τους πρόσφερε στιγμές ζωής και χαράς...Είδε μια παρέα νεαρών ζευγαριών (ημεδαποί αυτοί) να έχουν κάνει πικ-νικ δίπλα στο τεχνητό ποταμάκι, πάνω σε μια κουβέρτα, πίνοντας μπύρες και παίζοντας βόλλεϋ...Είδε έναν νεαρό μουσουλμάνο να έχει βγάλει τα παπούτσια του και να έχει γονατίσει πάνω στο παγκάκι, κάνοντας την προσευχή του...Είδε πολλές εικόνες...μύρισε πολλές μυρωδιές...γεύτηκε μια διαφορετική πόλη...Τα κράτησε όλα μέσα του, δικά του...σίγουρα βρήκε ένα παράταιρο κόσμο, ένα παράλληλο "σύμπαν"...αλλά πια δεν ήταν ξένος εκεί...
"Έλα αγορίνα μου, έφυγες? Μόλις πάρκαρα την κούρσα, άιντε σε περιμένω".
................................................................................................................................................................
"Παρακαλώ, θα μου δώσετε 2 μπουκάλια βουβαλίσιο γάλα? Ευχαριστώ πολύ". Γύρισε το βλέμμα του στο Πεδίον του Άρεως...ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Ναι, ήταν ακόμα εκεί...
................................................................................................................................................................
Αυτά ήταν τότε...σήμερα είναι μια άλλη μέρα...
Η Αλεξάνδρας του έκανε την χάρη και προχώραγε γρήγορα. Παράξενο για ώρα με ανοιχτά μαγαζιά. Ανοιχτά μαγαζιά...φάνταζε σαν ανέκδοτο πια. Τα "ενοικιάζεται" και "πωλείται" υπήρχαν στις θέσεις της ταμπέλας και της φίρμας. Είχαν αντικαταστήσει τα ονόματα τόσο, που νόμιζες ότι ήταν μια νέα αλυσίδα καταστημάτων.
Σε ποιο φανάρι θα στρίψει? Δεν ήθελε να το χάσει κι αυτή τη φορά. Δεν ήθελε να μπλέξει στα στενοσόκακα. Βρήκε το "σημάδι" του. Ευτυχώς. Την ημέρα είναι πιο εύκολο τελικά. Έβγαλε φλας κι έστριψε αριστερά. Τρεις θέσεις άδειες κάτω από το γραφείο. Πάρκαρε στην πλησιέστερη. Πέταξε το τσιγάρο στο δρόμο, πήρε τον φάκελο με τα χαρτιά και βγήκε.
Αναστέναξε. Ποτέ δεν πίστευε ότι θα 'φτανε σ' αυτό το σημείο. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Τα περιθώρια ήταν τόσο ισχνά, που σχεδόν δεν τα 'βλεπε πια. Ο "Γιάννης" του είχε πει να μην φοβάται. Θα τον τακτοποιούσε. "Μην ακούς βλακείες που λέει το σύστημα, αγορίνα μου.Δεν είμαι τράπεζα εγώ! Καρχαρίες και μαλακίες, γαμώ την (ΧΧΧ) τους, ακούς? Άνθρωποι είμαστε όλοι. Έχεις ανάγκη εσύ, έχω ανάγκη κι εγώ. Γιατί να μην τα βρούμε? Σάματις θα χαθούμε?", του είπε, με το χαμόγελο-χωρίστρα.Το φρύδι σηκώθηκε καθώς έλεγε τις τελευταίες λέξεις. Το χέρι με το χρυσό δαχτυλίδι-βουλοκέρι έφτιαξε τα μαλλιά κι αυτή ήταν η πρώτη ανθρώπινη κίνηση που έκανε.
Χτύπησε το κουδούνι. Σιωπή. Χτύπησε και μια δεύτερη και μια τρίτη. Ανακούφιση, άγχος, αγωνία. Το ξέχασε άραγε? Είχε άλλον "πελάτη"? Σχημάτισε νευρικά τον αριθμό του. "Έλα αγορίνα μου, είμαι στην κηδεία του Μητροπάνου ρεεε! Μεγάλη απώλεια σου λέω...Δεν αργώ αγορίνα μου. Άραξε αν θες, δεν θ' αργήσω, μπορείς?". Μπορούσε. Αυτό που δεν μπορούσε ήταν να κάνει αλλιώς. Στην γωνία ήταν ένα Πολίτικο ζαχαροπλαστείο. Χάζεψε λίγο την βιτρίνα. Τα γλυκά αραδιασμένα μπροστά του λαχταριστά. Ζυγιάστηκε λίγο..."Ένα φραπέ, παρακαλώ". Γύρισε το βλέμμα του στο ψυγείο πίσω του. Βουβαλίσιο γάλα! Είχε ακούσει τόσα καλά. Να έπαιρνε στο παιδί του, ίσως...Ίσως, μετά από το "απόψε"...
Έστριψε ένα τσιγάρο. Μ' αυτά που κάπνιζε τον τελευταίο καιρό δεν θα του φτάνανε τέσσερα πακέτα κανονικά τσιγάρα.Δεν είναι καιρός για άλλα έξοδα. Κοίταξε απέναντι. Μεταλλικά προφίλ ανακαινίσεων κάλυπταν την φασάντα.Μια πανύψηλη μαρμάρινη στήλη στήριζε το άγαλμα της θεάς Αθηνάς. Ιδέα δεν είχε που ήταν. Πλησίασε τα έργα για να δει. "Ανάπλαση Πεδίου του Άρεως". Τόσα χρόνια στην Αθήνα, ποτέ δεν είχε μπει μέσα.
Μπήκε δειλά, διστακτικά. Παρθένο μέρος, ανεξερεύνητο. Άνθρωποι, κόσμος αρκετός, σκορπισμένος γύρω του. Ξαφνιάστηκε...στάθηκε...Το σκηνικό φάνταζε παράταιρο στα μάτια του. Πολλά, ψηλά δέντρα. Πλατεία με δρόμους, δρομάκια και μονοπάτια. Άνθρωποι που έτρεχαν, που περπατούσαν, που έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους. Ζευγαράκια που αγκαλιάζονταν, που φιλιόντουσαν, που περπάταγαν χέρι-χέρι γελώντας. Καυκάσιοι διαφόρων αποχρώσεων και λίγοι Αφρικάνοι.
Άρχισε να περπατάει δειλά προς τον μεγάλο δρόμο. Μια απροσδιόριστη ανάγκη γεννήθηκε μέσα του - ή μήπως υπήρχε από πριν? Δεν το σκέφτηκε. Δεν τον ένοιαζε. Ήθελε να εξερευνήσει, να ψάξει, να δει αυτόν τον "παράταιρο", παράλληλο κόσμο στον οποίον μπήκε. Προχώραγε αργά. Τζούρα τσιγάρο, τζούρα καφέ. Γύρναγε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά. Κάποιος που έτρεχε, βγήκε από το μονοπάτι δεξιά του. Κάποιος σηκώθηκε από το παγκάκι πίσω από την συστάδα των θάμνων αριστερά του. Άνθρωποι πέρναγαν δίπλα του, αντίθετα και παράλληλα μ' αυτόν. Σήκωσε το βλέμμα. Τα κλαδιά των δέντρων κινούνταν κι αυτά στον ρυθμό των ανθρώπων δίπλα του.
Η ματιά του είχε καθαρίσει. Ο εγκέφαλός του κατέγραφε πυρετωδώς νέες εικόνες, νέους θορύβους, νέες μυρωδιές. Αυτό ήταν, λοιπόν. Αυτό ήταν το καινό, το ξεχωριστό, το ξένο. Μυρωδιά...Ανάσα...ίσως και Γεύση. Ακόμα κι ο καπνός από το τσιγάρο του είχε κάτι το νέο τώρα. Τέντωσε τους ώμους. Ψήλωσε λίγο. Σήκωσε το κεφάλι, πήρε βαθειά ανάσα και...
...και την είδε...Μακρυά αρκετά από αυτόν, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει καλά αλλά...τα μαλλιά, η σιλουέτα, το περπάτημα...Άρχισε να επιταχύνει το βήμα του. Όχι για να τρέξει αλλά να την προλάβει. Να την δει, να την ρωτήσει τι κάνει εκεί τέτοια ώρα. Ο δρόμος έκανε μεγάλη στροφή στο σημείο εκείνο. Την έχανε. Προχώρησε πιο γρήγορα και τότε το κατάλαβε...δεν ήταν εκείνη...Η κοπέλα που έβλεπε άρχισε να τρέχει. Όχι, σίγουρα δεν ήταν αυτή...δεν είναι του τρεξίματος...
Σταμάτησε να περπατάει γρήγορα και ξανάπιασε τον αρχικό του ρυθμό. Ο δρόμος περνούσε μπροστά από μια εκκλησία. Έκανε τον σταυρό του όπως έκανε πάντα. Έτσι τον είχανε μάθει κι είχε ενοχές όποτε δεν το έκανε...όμως σήμερα το χρειαζόταν, το είχε ανάγκη. Οι άνθρωποι γύρω του ξανακέρδισαν την προσοχή του. Ήταν ως επί τω πλείστον μετανάστες...Οικονομικοί, παράνομοι, πρόσφυγες...Αισθανόταν αμήχανα δίπλα τους, κοντά τους...δεν ήξερε γιατί. Πολυμελής οικογένειες με τα παιδιά τους παίζανε στην παιδική χαρά. Άλλοι σπρώχνανε τα παιδικά καροτσάκια και τα παιδιά περπάταγαν δίπλα τους. Οι γυναίκες με τις πολύχρωμες μαντίλες τους και οι άντρες με τα καθημερινά τους. Στην μεγάλη πλατεία τελείωσε το τσιγάρο του. Στην μεγάλη πλατεία τελείωσε και το βλέμμα του...
Δεκάδες νέων ανθρώπων ήταν χωρισμένοι σε ομάδες κι έπαιζαν βόλεϋ και ποδόσφαιρο. Άλλοι έκαναν πατίνια, κάποιοι ποδήλατο και κάποιο απλά κάθονταν στο χορτάρι. Και τότε τον χτύπησε...κατάλαβε...Οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούσαν να ζήσουν...να ζήσουν αυτοί και οι δικοί τους με όλη τους την αξιοπρέπεια. Και να ζήσουν σαν άνθρωποι κάτω από αυτές τις δύσκολες και απάνθρωπες, για τους ίδιους, συνθήκες. Ήταν οι ίδιοι που διασκέδαζαν στο φως της μέρας, οι ίδιοι που σαν πέσει το σκοτάδι θα πάνε 4-4, 6-6, όσοι και στις ομάδες τους, να κοιμηθούν σ' ένα δωμάτιο 3x3...
Ντράπηκε...κι οργίστηκε μαζί... Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πραγματικά προβλήματα, προβλήματα όχι μόνο διαβίωσης αλλά και επιβίωσης. Κι όμως!...ήταν εκεί, ζωντανοί, διεκδικώντας το κομμάτι ευτυχισμένων στιγμών που τους αναλογούσε... Πέρασε ανάμεσά τους. Μια μυρωδιά πλημμύρισε την μύτη του, πυκνή σαν γεύση. Έκατσε στο παγκάκι κι έστριψε άλλο ένα τσιγάρο. Τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά και θυμήθηκε...Θυμήθηκε το σώμα του πως είναι να είσαι γαλήνιος, ήρεμος, χαλαρός...Πόσο καιρό είχε να νοιώσει αυτό το καθαρό συναίσθημα, την αίσθηση αυτή της απλότητας στην ζωή του!
Κάθησε εκεί στο παγκάκι ρουφώντας εικόνες και μυρωδιές, μαζί με το τσιγάρο του. Τζούρα καφέ, τζούρα τσιγάρο. Πιο νόστιμο καφέ δεν είχε πιει στην ζωή του κι ας έκανε 1€. Ένοιωσε ευγνωμοσύνη γι' αυτούς τους ανθρώπους...γι' αυτό που του πρόσφεραν απλόχερα χωρίς να το ξέρουν, χωρίς να ζητήσουν κάτι σε αντάλλαγμα...Είδε την οικογένεια που σηκώθηκε από το γρασίδι με 4 σακούλες σούπερ-μάρκετ ρούχα (που μπορεί να ήταν και τα μόνα υπάρχοντά τους) να μαζεύει τα σκουπίδια της και να τα πετάει στον κάλαθο των σκουπιδιών, σεβόμενοι το περιβάλλον που τους πρόσφερε στιγμές ζωής και χαράς...Είδε μια παρέα νεαρών ζευγαριών (ημεδαποί αυτοί) να έχουν κάνει πικ-νικ δίπλα στο τεχνητό ποταμάκι, πάνω σε μια κουβέρτα, πίνοντας μπύρες και παίζοντας βόλλεϋ...Είδε έναν νεαρό μουσουλμάνο να έχει βγάλει τα παπούτσια του και να έχει γονατίσει πάνω στο παγκάκι, κάνοντας την προσευχή του...Είδε πολλές εικόνες...μύρισε πολλές μυρωδιές...γεύτηκε μια διαφορετική πόλη...Τα κράτησε όλα μέσα του, δικά του...σίγουρα βρήκε ένα παράταιρο κόσμο, ένα παράλληλο "σύμπαν"...αλλά πια δεν ήταν ξένος εκεί...
"Έλα αγορίνα μου, έφυγες? Μόλις πάρκαρα την κούρσα, άιντε σε περιμένω".
................................................................................................................................................................
"Παρακαλώ, θα μου δώσετε 2 μπουκάλια βουβαλίσιο γάλα? Ευχαριστώ πολύ". Γύρισε το βλέμμα του στο Πεδίον του Άρεως...ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Ναι, ήταν ακόμα εκεί...
................................................................................................................................................................
Αυτά ήταν τότε...σήμερα είναι μια άλλη μέρα...
Πολύ μου άρεσε! :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε μπεεεεεεευχαριστώ! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή